Το έργο

To πρόγραμμα climascape «Ανάπτυξη πλατφόρμας και πολυκριτηριακής εφαρμογής για την πρόβλεψη, ανίχνευση και διαχείριση κινδύνων λόγω κλιματικής αλλαγής σε χώρους μείζονος πολιτιστικού καιτουριστικού ενδιαφέροντος–εφαρμογή για επιλεγμένους αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία του καταλόγου Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO», με κωδικό MIS 5032809 (κωδικός έργου: Τ1ΕΔΚ-04044) εντάσσεται στη Δράση «ΕΡΕΥΝΩ-ΔΗΜΙΟΥΡΓΩ-ΚΑΙΝΟΤΟΜΩ» και συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και εθνικούς πόρους μέσω του Ε.Π. Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα & Καινοτομία (ΕΠΑνΕΚ) στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2014-2020.

Η προστασία χώρων πολιτιστικού και τουριστικού ενδιαφέροντος από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής αποτελεί κεντρική προτεραιότητα τόσο για την προστασία του πολιτιστικού κεφαλαίου της Ελλάδος όσο και για τη στήριξη του τουρισμού ως κομβικής σημασίας κλάδου της εθνικής οικονομίας.

Ειδικότερα οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μνημεία στην Ελλάδα που έχουν ενταχθεί στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO αποτελούν χώρους μείζονος πολιτιστικού και τουριστικού ενδιαφέροντος για τη χώρα. Η προστασία τους από τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής αποτελεί κεντρική προτεραιότητα τόσο της UNESCO όσο καθώς και φορέων που δραστηριοποιούνται για την προστασία του πολιτιστικού αποθέματος, όπως η Διεθνής Ένωση Μνημείων και Τοποθεσιών – ICOMOS και το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων – ICOM. Πρόσφατα στην προτεραιότητα αυτή συνέκλινε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τόσο από το πρίσμα της προστασίας του πλούσιου και μοναδικού της πολιτιστικού κεφαλαίου, όσο και από τη σκοπιά της βιωσιμότητας του τουρισμού που αναπτύσσεται σε ζώνες που περιλαμβάνουν αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία.

Συχνά οι επιπτώσεις διαφέρουν ανά χώρο πολιτιστικού και τουριστικού ενδιαφέροντος, καθώς η έκθεση, η ευαισθησία, η ικανότητα προσαρμογής και εντέλει η τρωτότητα εκάστου χώρου εξαρτώνται από τα κατά περίπτωση περιβαλλοντικά, γεωλογικά, τοπογραφικά, οικιστικά και άλλα χαρακτηριστικά του, καθώς και από την ένταση και συχνότητα των παρατηρούμενων ή εκτιμώμενων κλιματικών αλλαγών που επίσης διαφοροποιούνται χωρικά και χρονικά.

Είναι κατά συνέπεια προφανές ότι δεν υπάρχει μία κοινή διαχειριστική απάντηση για όλους τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μνημεία ως προς τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής (συμπεριλαμβανόμενων των ακραίων καιρικών φαινομένων) και τις συνεπαγόμενες επιπτώσεις στο πολιτιστικό κεφάλαιο και στην τουριστική οικονομία, αλλά ότι η διαχειριστική απάντηση θα πρέπει να διαφοροποιείται προσαρμοζόμενη κάθε φορά (α) στις ειδικότερες προβλέψεις ως προς τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και (β) στα ειδικότερα χαρακτηριστικά κάθε χώρου.

Υπό αυτό το πρίσμα, για κάθε αρχαιολογικό χώρο και μνημείο θα πρέπει να εκτιμάται κατά συνθετικό τρόπο και ad hoc η τρωτότητα τους, ώστε να είναι δυνατή η καταγραφή, κατηγοριοποίηση και αξιολόγηση των κινδύνων και σε δεύτερο χρόνο η διαχείριση τους με βάση συγκεκριμένα εργαλεία και συνδυασμούς αποφάσεων.

Το ζήτημα της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή άρχισε να εξετάζεται σοβαρά μόνο μετά από τη δημοσίευση της σύμβασης-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για τις κλιματικές αλλαγές (UNFCCC) στη δεκαετία του 1990. Ως εκ τούτου, η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή αποτελεί σχετικά νέα πρόκληση και αυτό ισχύει ιδιαίτερα στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην πολιτιστική κληρονομιά αναφέρθηκαν για πρώτη φορά στο κεφάλαιο για την Ευρώπη της πέμπτης έκθεσης αξιολόγησης (AR5) της Διακυβερνητικής Ομάδας για την Κλιματική αλλαγή (IPCC) το 2014.