Αρχ. χώρος Ολυμπίας

Η αρχαία Ολυμπία υπήρξε ένα από τα γνωστότερα πανελλήνια ιερά και έδρα των σημαντικότερων αγώνων της αρχαίας Ελλάδας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της ήταν εντός της επικράτειας και υπό τον έλεγχο της πόλεως-κράτους της Ήλιδος, το αστικό κέντρο της οποίας βρίσκονταν περίπου 35 χιλιόμετρα βορειοδυτικά. Το ιερό αναπτύχθηκε σε πεδινή έκταση, στη συμβολή των ποταμών Αλφειού και Κλαδέου, πλάι στο λόφο του Κρόνιου. Ήταν αφιερωμένο στο Δία και το τοπωνύμιο φαίνεται ότι αρχικά ήταν επίθετο που συνόδευε τη λέξη γη ή χώρα (Ολυμπία γη ή Ολυμπία χώρα). Πιθανό είναι επίσης η ονομασία να προέρχεται από το ναό της Ήρας που χτίστηκε τον 7ο αιώνα π.Χ. (Ολυμπία θεά), τον παλαιότερο ναό που μπορεί να ιχνηλατηθεί αρχαιολογικά μέχρι τώρα.

Στην τελευταία φάση της ακμής του κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, το ιερό κάλυπτε έκταση περίπου 350 χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων και αποτελούνταν από περίπου 30 δημόσια κτίρια και εγκαταστάσεις, χτισμένα σε διάφορες χρονολογικές φάσεις από τους Αρχαϊκούς μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους. Τα σημαντικότερα από αυτά τα κτίρια ήταν ο ναός της Ήρας, ο ναός του Διός με το χρυσελεφάντινο άγαλμα του πλασμένο από τον διάσημο Αθηναίο γλύπτη του 5ου αιώνα π.Χ. Φειδία, ο βωμός του Διός, το Πελόπειο, δηλαδή κατασκευή η οποία περιέβαλε τον υποτιθέμενο τάφο του Πέλοπα, θρυλικού βασιλιά της Πελοποννήσου και κατά μία μυθική παράδοση ιδρυτή των Ολυμπιακών αγώνων, το Πρυτανείο, το Βουλευτήριο και το Μητρώο, το Φιλιππείο (κυκλικό κτίριο που έχτισε ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας, μέσα στο οποίο τοποθέτησε αγάλματα της οικογένειάς του μεταξύ των οποίων και αυτό του γιου του Αλέξανδρου), το γυμνάσιο και η παλαίστρα, το Λεωνιδαίο (ένα πολυτελές ξενοδοχείο για υψηλούς προσκεκλημένους), οι θησαυροί, δηλαδή μικρά ναόσχημα κτίρια των ελληνικών πόλεων-κρατών που στέγαζαν τα πολύτιμα αναθήματά τους στο ιερό, το μεγαλοπρεπές νυμφαίο που έχτισε τη ρωμαϊκή περίοδο ο Ηρώδης ο Αττικός, και το στάδιο και ο ιππόδρομος, χώροι στους οποίους διεξάγονταν οι αγώνες.

Παρόλο που η Ολυμπία έγινε παγκόσμια γνωστή για το ιερό και τους πανελλήνιους αγώνες της, η αρχική χρήση του χώρου δεν ήταν τέτοια. Στους προϊστορικούς χρόνους στη θέση είχε αναπτυχθεί οικισμός ο οποίος κατά την ύστερη μυκηναϊκή περίοδο (13ος – 12ος αι. π.Χ.) υπήρξε ιδιαίτερα ανθηρός. Η μεταβολή του χαρακτήρα του χώρου από οικιστικό σε λατρευτικό συνέβη μετά την παρακμή αυτού του οικισμού και την πτώση του Μυκηναϊκού πολιτισμού, γύρω στο 1000 π.Χ.  Τότε χρονολογούνται οι πρώτες ενδείξεις θρησκευτικής δραστηριότητας στο χώρο. Αφορμή για την εγκατάσταση του πρώτου ιερού στάθηκε μάλλον προϊστορικός κυκλικός τύμβος που βρίσκονταν στο σημείο που μεταγενέστερα (στους κλασικούς χρόνους) διαμορφώθηκε το Πελόπειο. Αυτό το πρώτο ιερό ήταν μικρό και υπαίθριο. Πέρα από τον τύμβο που αναφέρθηκε, η μόνη άλλη «κατασκευή» που υπήρχε ήταν ένας ψηλός σωρός από χώμα και στάχτες, που σχηματίστηκε σταδιακά ως αποτέλεσμα των θυσιών και τελετουργιών που πραγματοποιούνταν εκεί προς τιμήν του Δία. Ο τύμβος και ο σωρός από στάχτες βρίσκονταν στη μέση ενός άλσους το οποίο περιέβαλε ένας φράχτης. Αυτός ο αρχαίος πυρήνας του ιερού ονομάστηκε (και ονομάζονταν μέχρι το τέλος της ιστορίας του χώρου) Άλτις, λέξη η οποία αποδίδει το άλσος στην ηλειακή διάλεκτο.

Σταδιακά, από τον πρώιμο 9ο αι. π.Χ. και εξής, το ιερό της Ολυμπίας έγινε γνωστό σε όλη την Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα, ενώ τον 8ο αι. π.Χ. συνέβη το κοσμοϊστορικό γεγονός της ένταξης στις τελετουργίες αθλητικών αγώνων. Αυτό συνέβη είτε στα πλαίσια της λατρείας του Πέλοπα που εμφανίζεται στην Ολυμπία τον 8ο αι. π.Χ., φαινόμενο που ακολουθεί την Μυκηναϊκή παράδοση της ηρωολατρείας κατά την οποία συνηθίζονταν η οργάνωση αθλητικών δραστηριοτήτων, είτε ως απόρροια ασκήσεων στρατιωτικού χαρακτήρα για την προετοιμασία των οπλιτών, οι οποίες είχαν λάβει κανονικότητα λόγω της εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ των νεοσχηματισθέντων πόλεων-κρατών στην οποία βρίσκονταν όλη η Ελλάδα στα τέλη του 8ου και τις αρχές του 7ου αι. π.Χ.

Ανεξάρτητα από τους λόγους της ιστορικής αφετηρίας των αγώνων, οι οποίοι δεν είναι απολύτως ξεκάθαροι, το γεγονός είναι ότι κατά τον 7ο και 6ο αι. π.Χ. η Ολυμπία γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη. Τότε κατασκευάστηκε το πρώτο στάδιο ανατολικά του βωμού του Διός, ο ιππόδρομος, ο ναός της Ήρας, καθώς και οι περισσότεροι από τους θησαυρούς και το βουλευτήριο. Ωστόσο η ακμή του ιερού ήρθε την κλασική περίοδο (π. 5ος – 4ος αι. π.Χ.). Η ανάπτυξη όλων των πόλεων-κρατών και το υψηλό εθνικό αίσθημα όλων των Ελλήνων, αποτέλεσμα της επιτυχίας των Περσικών πολέμων, άφησε το αποτύπωμά της στην Ολυμπία. Τότε κατασκευάστηκαν τα περισσότερα από τα κτίρια του ιερού (π.χ., ναός του Διός, Πρυτανείο, Μητρώο, Πελόπειο, Λεωνιδαίο), ενώ τα αναθήματα της περιόδου είναι κυρίως αντιπροσωπευτικά των πανελλήνιων αλλά και μεμονωμένων πολεμικών επιτυχιών. Ενδεικτικό της σταδιακής διεύρυνσης της ακτινοβολίας της Ολυμπίας και της ανάπτυξης του ιερού από τους αρχαϊκούς στους κλασσικούς χρόνους, είναι η σταδιακή απομάκρυνση του σταδίου ανατολικά του λατρευτικού πυρήνα, προκειμένου να δημιουργηθεί ικανός χώρος, αφενός για την θεμελίωση των νέων κτιρίων στην Άλτι, και αφετέρου για την κατασκευή σταδίου μεγαλύτερων διαστάσεων που να καλύπτει τις ανάγκες των ολοένα και περισσότερων θεατών. Συνολικά τρία στάδια κατασκευάστηκαν, με το νεότερο, έτσι όπως αυτό διαμορφώθηκε των 4ο αι. π.Χ., να είναι ικανό να φιλοξενήσει 40-45.000 θεατές.

Την ελληνιστική περίοδο (π. 3ος – 1ος αι. π.Χ.) ώθηση στην ανάπτυξη της Ολυμπίας πρόσφεραν οι διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου των βασιλείων της Ανατολής, οι οποίοι προσπάθησαν με αυτόν τον τρόπο να ενισχύσουν τους δεσμούς τους με την μητροπολιτική Ελλάδα. Σε αυτούς τους χρόνους η οικοδομική ανάπτυξη συνεχίστηκε κυρίως εκτός της Άλτεως (γυμνάσιο, παλαίστρα), ενώ τη ρωμαϊκή περίοδο οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες χρηματοδότησαν ανακαινίσεις παλαιών κτιρίων (ναός Διός, στοά Ηχούς). Αυτή την περίοδο κατασκευάστηκαν πολλά μεγάλα λουτρικά συγκροτήματα και ξενώνες, καθώς και το νυμφαίο του Ηρώδη του Αττικού. Οι Ρωμαίοι σεβάστηκαν και ενδιαφέρθηκαν για το ιερό και ακολούθησαν την παράδοση, προσφέροντας στο χώρο πολυτελή αναθήματα. Τον 1ο αι. π.Χ. επισκέφτηκε την Ολυμπία ο γαμπρός του Οκταβιανού Αυγούστου, Μάρκος Βιψάνιος Αγρίππας, ενώ το 67 μ.Χ. συμμετείχε στην 211η Ολυμπιάδα ο Νέρωνας.

Η ρωμαϊκή εποχή ήταν η τελευταία περίοδος ακμής της Ολυμπίας. Τον 3ο αι. μ.Χ. οι Έρουλοι, ένα γερμανικό φύλλο που εισχώρησε στην επικράτεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, εισέβαλε στην Ελλάδα και το 267 μ.Χ. λεηλάτησε την Αθήνα. Μολονότι δεν τεκμηριώνεται επίθεση των Έρουλων στην Ολυμπία, η κάθοδος τους φαίνεται ότι θορύβησε τους κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι στα τέλη του αιώνα προχώρησαν στην κατασκευή ενός πρόχειρου τείχους που περιέλαβε το ναό του Διός και το βουλευτήριο, καλύπτοντας μία έκταση περίπου 10.000 τετραγωνικών μέτρων. Παρόλες τις ταραχές το ιερό συνέχισε την λειτουργία του και οι αγώνες διεξάγονταν ακόμη και κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα. Δεν είναι γνωστή με ακρίβεια η χρονολογία της διακοπής τους, αλλά πιθανότερο είναι πως αυτό συνέβη στις αρχές του 5ου αι. μ.Χ. Μετά από αυτήν την ημερομηνία η Ολυμπία επέστρεψε πάλι στη μορφή που είχε κατά την προϊστορική περίοδο: ο λατρευτικός χαρακτήρας της εγκατάστασης έπαψε, αλλά η ζωή συνεχίστηκε. Ένας ακμαίος οικισμός αναπτύχθηκε στο χώρο, που ασχολούνταν με αγροτικές δραστηριότητες. Ενδεικτικό της ριζικής αλλαγής που συνέβη στο χώρο είναι η κατασκευή χριστιανικής εκκλησίας απέναντι από το ναό του Διός, κτισμένης πάνω στους τοίχους του λεγόμενου «εργαστηρίου του Φειδία».

Ο οικισμός αυτός εγκαταλείφθηκε τον 7ο αι. μ.Χ., ίσως λόγω των μεγάλων σεισμών που έπληξαν την Πελοπόννησο στα μέσα του αιώνα και της πανδημίας της πανώλης που έπληξε ολόκληρη την επικράτεια της πρώιμης βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά την περίοδο του Ιουστινιανού. Η θέση δεν κατοικήθηκε έκτοτε, και η αρχαία Ολυμπία καλύφθηκε σταδιακά από στρώματα λάσπης από τις πλημμύρες των ποταμών Αλφειού και Κλαδέου. Πράγματι, οι πρώτες ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στο χώρο τον 19ο αιώνα αποκάλυψαν τις αρχαιότητες μέσα σε βαθιές επιχώσεις ιζήματος που έφταναν τα 4-8 μέτρα.

Φαίνεται πως οι υπερχειλίσεις των ποταμών ήταν διαρκές πρόβλημα για την Ολυμπία. Αντιπλημμυρικά φράγματα στις κοίτες των ποταμών διαπιστώνονται ήδη από τη Μυκηναϊκή περίοδο, τα οποία επισκευάζονταν (ή συμπληρώνονταν από νέες επεμβάσεις) συστηματικά και κατά τους μεταγενέστερους χρόνους. Μετά την εγκατάλειψη του χώρου τα έργα αυτά διαβρώθηκαν, αφήνοντας το χώρο στο έλεος των ποταμών. Είναι χαρακτηριστικό ότι αλλαγή του ρου του Κλαδέου εντός του ιερού εξαφάνισε το δυτικό τμήμα του ελληνιστικού γυμνασίου, ενώ ο Αλφειός ευθύνεται για την εξαφάνιση κάθε υλικού καταλοίπου του ιππόδρομου.

Παρά τις αναμφισβήτητες φθορές που προκάλεσαν στον αρχαιολογικό χώρο οι υπερχειλίσεις των ποταμών, πρόσφατες έρευνες υποστηρίζουν ότι η οριστική εγκατάλειψη του χώρου και η εξαφάνισή του κάτω από τόνους λάσπης δεν οφείλεται στους ποταμούς, αλλά σε αλλεπάλληλα παλιρροιακά κύματα (tsunamis) τα οποία έπληξαν την περιοχή της δυτικής Πελοποννήσου τον 6ο αι. μ.Χ. Σύμφωνα με αυτές τις έρευνες, οι ποταμοί Αλφειός και Κλαδέος δεν είχαν τη δυνατότητα να προξενήσουν καταστροφή τέτοιας έκτασης. Αντίθετα, τα μαλάκια, γαστερόποδα κοχύλια και άλλοι μικροοργανισμοί (π.χ., τρηματοφόρα), που βρέθηκαν σε αφθονία εντός του ιζήματος που κάλυψε την Ολυμπία, είναι θαλάσσιας προέλευσης, στοιχείο που αποδεικνύει ότι αυτές οι προσχώσεις μεταφέρθηκαν από τη θάλασσα. Παραπάνω ένδειξη υπέρ αυτού του σεναρίου αποτελεί το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στο ναό του Διός, οι κίονες του μνημείου δεν εντοπίστηκαν πεσμένοι έχοντας την ίδια φορά, όπως θα περίμενε κανείς μετά από κατάρρευση εξαιτίας σεισμού, αλλά βρέθηκαν να «κολυμπούν» εντός του ιζήματος προς κάθε κατεύθυνση. Σύμφωνα πάντα με τις νέες έρευνες, η μεγάλη ποσότητα φερτών υλικών που παρασύρθηκαν από τα παλιρροιακά κύματα μπλόκαραν τους ποταμούς και άλλαξαν την πορεία τους προς το ιερό, προκαλώντας περαιτέρω πλημμύρες.

Πηγές

Ν. Δ. Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Μεσσηνιακά και Ηλιακά, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών 1979, 225-383,

Ν. Γιαλούρης (επιμ.), Οι Ολυμπιακοί αγώνες στην αρχαία Ελλάδα, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών 1982, 88-113,

Π. Βαλαβάνης, Άθλα, αθλητές και έπαθλα, Αθήνα: Ερευνητές 1996, 24-33,

Ο. Βικάτου, Ολυμπία: ο αρχαιολογικός χώρος και τα μουσεία, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών 2006,

A. Vött, G. Bareth, H. Brückner, F. Lang, D. Sakellariou, H. Hadler, K. Ntageretzis και T. Willershauer, Olympia’s harbor site Pheia (Elis, Western Peloponnese, Greece) destroyed by tsunami impact. Die Erde 142.3 (2011), 259-288,

Π. Βαλαβάνης, Ιερά και αγώνες στην αρχαία Ελλάδα. Ολυμπία, Δελφοί, Ισθμία, Αθήνα, Αθήνα: Καπόν 2017, 20-123.

Για τις νέες έρευνες σχετικά με την καταστροφή της Ολυμπίας: Universität Mainz. “Olympia hypothesis: Tsunamis buried the cult site on the Peloponnese.” www.sciencedaily.com/releases/2011/07/110710204240.htm,

Λοιπές μελέτες περίπτωσης

Ο αρχαιολογικός χώρος της Ολυμπίας εντάχθηκε στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO το 1989.

Αποθετήριο: Σύνδεσμος