Αρχ. χώρος Ηραίου Σάμου

Το Ηραίο της Σάμου βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο της κοιλάδας που έχει σχηματιστεί από τις αλλουβιακές προσχώσεις  του ποταμού Ίμβρασου, στα νότια του νησιού. Στο βορειοανατολικό άκρο της ίδιας κοιλάδας, σε απόσταση έξι χιλιομέτρων από το Ηραίο, βρισκόταν η αρχαία πόλη της Σάμου (σημ. Πυθαγόρειο) στην επικράτεια της οποίας ανήκε το ιερό, όπως άλλωστε και ολόκληρο το νησί. Ένας μεγάλος δρόμος, η ιερά οδός, ένωνε στην αρχαιότητα την πόλη με το Ηραίο, ο οποίος έπαιζε κεντρικό ρόλο στις τελετουργικές πομπές που λάμβαναν χώρα κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών εορτών. Η οδός πλαισιωνόταν από πολυτελή αναθήματα πιστών, τα οποία αποτελούν σήμερα μοναδικά ευρήματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης.

Η θέση στην οποία ιδρύθηκε το Ηραίο υπαγορεύθηκε από την τοπική παράδοση, σύμφωνα με την οποία σε εκείνο το σημείο γεννήθηκε η Ήρα (κάτω από μια λυγαριά, το ιερό δέντρο του Ηραίου) και εκεί ήταν που παντρεύτηκε το Δία. H θέση όμως ήταν εντελώς ακατάλληλη για τα οικοδομικά προγράμματα που εκτελέστηκαν εκεί. Οι αλλουβιακές αποθέσεις από τις οποίες συνίσταται το έδαφος της πεδιάδας, ήταν επισφαλείς για τις θεμελιώσεις τόσο μεγάλων κτιρίων, σαν κι αυτά που κατασκευάστηκαν στο Ηραίο της Σάμου από τον 8ο έως τον 6ο αιώνα π.Χ. Έτσι ο πρώτος Εκατόμπεδος ναός (Εκατόμπεδος = 100 πόδια, περ. 33 μέτρα) που κατασκευάστηκε στο χώρο τον 8ο αιώνα π.Χ., στα τέλη του 7ου αιώνα αντικαταστάθηκε από έναν άλλο. Μερικές δεκαετίες αργότερα, στις αρχές του 6ου αιώνα, κατασκευάστηκε ένας πολύ μεγαλύτερος ναός μήκους περίπου 100 μέτρων και πλάτους 50 (ο λεγόμενος ναός του Ροίκου). Όμως η ζωή του ναού ήταν μικρή, καθώς γύρω στο 550 π.Χ. το κτίριο κατέρρευσε, πιθανότατα λόγω του ασταθούς εδάφους. Τότε χτίστηκε ένας ακόμη μεγαλύτερος ναός, διαστάσεων περίπου 108 x 52 μέτρων, ο μεγαλύτερος ναός που είχαν δει μέχρι τότε οι αρχαίοι Έλληνες,  σύμφωνα με τις περιγραφές του Ηροδότου. Αυτός ο ναός κατασκευάστηκε περίπου 40 μέτρα δυτικότερα σε σχέση με τον προηγούμενο, προφανώς σε αναζήτηση πιο στέρεου εδάφους. Ο ναός αποδίδεται στον τύραννο της Σάμου Πολυκράτη και στην ουσία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς μετά το θάνατο του τυράννου το 522 π.Χ., η οικονομική κατάσταση της Σάμου δεν ήταν το ίδιο ακμαία όσο πριν, ώστε να επιτρέψει την ολοκλήρωση ενός τόσο μεγαλεπήβολου έργου.

Πράγματι, σε αντίθεση με άλλες θέσεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου, των οποίων η ακμή εντοπίζεται την κλασική περίοδο (5ος-4ος αι.), στη Σάμο αυτό συνέβη νωρίτερα, από τον 8ο ως τον 6ο αιώνα π.Χ. Αυτή την περίοδο η Σάμος είχε αναπτύξει εμπορικές επαφές με τον Εύξεινο Πόντο, τη Μικρά Ασία, την ηπειρωτική Ελλάδα, την Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή, και την εποχή του Πολυκράτη ήταν αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη του Αιγαίου. Ο τύραννος είχε στενές επαφές με τον φαραώ της Αιγύπτου Άμασι, είχε κατασκευάσει ένα κορυφαίο τεχνολογικό έργο για την εποχή, το λεγόμενο Ευαπαλίνειο όρυγμα (δηλαδή ένα υπόγειο υδραγωγείο μήκους μεγαλύτερου του 1 χλμ. το οποίο έφερνε νερό στην πόλη της Σάμου) και στην αυλή του φιλοξενούνταν κορυφαίοι καλλιτέχνες της εποχής, όπως ο λυρικός ποιητής Ανακρέων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ισχύος που είχε το νησί τον 6ο αιώνα σε ολόκληρο το Αιγαίο, είναι ότι ο τύραννος ήταν σε θέση να δωρίσει στο ιερό του Απόλλωνα στη Δήλο το διπλανό νησί της Ρήνειας. Ο πλούτος και η πολιτική ισχύς που είχε συγκεντρωθεί, λειτουργούσε σε πείσμα των φυσικών φαινομένων και οικολογικών παραγόντων: ενώ το επισφαλές υπέδαφος υπαγόρευε τη μετακίνηση του ιερού σε άλλη θέση, ή τουλάχιστον την κατασκευή μικρότερων κτιρίων, οι Σάμιοι, αντίθετα, ήταν σε θέση μετά από κάθε αποτυχία να επανέρχονται με όλο και πιο μεγαλεπήβολα σχέδια.

Μετά το θάνατο του Πολυκράτη ωστόσο, τα πράγματα σταδιακά άλλαξαν. Η Σάμος υποχώρησε μπροστά στη δύναμη, αρχικά της Περσίας και κατόπιν της Αθήνας. Το 439 π.Χ. η πόλη κατακτήθηκε από τους Αθηναίους και το 365 οι κάτοικοι της εξορίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από Αθηναίους κληρούχους. Η παρακμή της Σάμου την κλασική και ελληνιστική περίοδο αντανακλάται και στο Ηραίο, όπου η οικοδομική δραστηριότητα ήταν μηδαμινή.

Πράγματι, μετά το απόγειο της ακμής κατά την αρχαϊκή περίοδο, η επόμενη φάση ευημερίας της Σάμου παρουσιάζεται τη ρωμαϊκή εποχή. Βασική διαφορά βέβαια μεταξύ των δύο φάσεων, είναι ότι αφενός η οικονομική δύναμη της Σάμου τη ρωμαϊκή περίοδο δεν έφτανε εκείνη της αρχαϊκής περιόδου και αφετέρου δεν συνοδεύονταν με αντίστοιχη πολιτική ισχύ˙ τότε η Σάμος ήταν απλώς υπήκοος της Ρώμης. Το νησί ήταν σύμμαχος της ήδη από τον δεύτερο αιώνα π.Χ. και ανέπτυξε στενές σχέσεις με σημαίνουσες προσωπικότητες της περιόδου. Ο Βρούτος, ο Μάρκος Αντώνιος και η Κλεοπάτρα, ο Οκταβιανός Αύγουστος, ο Τιβέριος, ο Καλιγούλας και ο Αγρίππας, είναι μερικοί από αυτούς που την επισκέφτηκαν. Ειδικά ο Οκταβιανός ταξίδεψε στο νησί πάνω από μία φορά και σε ανάμνηση της τελευταίας του επίσκεψης κήρυξε τη Σάμο ελεύθερη και αφορολόγητη πόλη. Σε ανταπόδοση, οι Σάμιοι έχτισαν ναό αφιερωμένο στον Αύγουστο και στη Ρώμη και του προσέφεραν πολλά αναθήματα. Στην πόλη κατασκευάστηκαν πολλά νέα κτίρια και εγκαταστάσεις, αναμεσά τους ένα υδραγωγείο, που αντικατέστησε, μετά από πολλούς αιώνες λειτουργίας, το Ευπαλίνειο όρυγμα.

Στο Ηραίο, ο παλαιός ναός του Πολυκράτη παρέμενε ανολοκλήρωτος χωρίς στέγη και απλώς φιλοξενούσε πολύτιμα αναθήματα. Η ολοκλήρωση του απαιτούσε χρηματικό ποσό που προφανώς ξεπερνούσε τις οικονομικές δυνατότητες της πόλης ή/και τις διαθέσεις του πιθανού χορηγού. Αντί γι’ αυτό, τη ρωμαϊκή περίοδο ο ναός της Ήρας αντικαταστάθηκε από έναν άλλο, μαρμάρινο αλλά πολύ μικρότερο, που χτίστηκε ανατολικά που παλαιού. Επιπλέον ανακατασκευάστηκε και ο αρχαϊκός βωμός, του οποίου το υλικό (τοπικός μαλακός ασβεστόλιθος) είχε φθαρεί. Ο νέος βωμός ήταν κι αυτός από μάρμαρο, αλλά αντέγραφε τα αρχαϊκά διακοσμητικά μοτίβα. Πέραν από το ναό της Ήρας και το βωμό του, στο ιερό κατασκευάστηκαν δύο ακόμη ναοί και θέρμες, ενώ η ιερά οδός πλακοστρώθηκε σε όλο της το μήκος, έργο εξαιρετικά δαπανηρό το οποίο χρηματοδοτήθηκε από τη σύζυγο του αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου, Ιουλία Δόμνα. Είναι πιθανό ότι το έργο δεν έγινε για τις ανάγκες της λειτουργίας του Ηραίου, αλλά προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του πολυτελούς προαστείου που είχε εγκατασταθεί εντός του περιβόλου του ιερού αυτή την περίοδο.

Η παλαιοχριστιανική βασιλική που χτίστηκε στο χώρο το 5ο αιώνα μ.Χ., σήμανε το τέλος της αρχαίας λατρείας αλλά και την τελευταία οικοδομική φάση στο ιερό. Έκτοτε ο χώρος εγκαταλείφθηκε και έγινε πηγή οικοδομικού υλικού. Οι πρώτες ανασκαφές ξεκίνησαν την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα από την Αρχαιολογική Εταιρεία της Αθήνας, οι οποίες συνεχίστηκαν από το 1925 και εξής από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο. Βασικό πρόβλημα των ανασκαφών, αλλά και της συντήρησης των μνημείων που έρχονταν στην επιφάνεια, ήταν (και είναι) η βαλτώδης περιοχή στην οποία βρίσκεται το Ηραίο. Παλαιότερα η πρόσβαση στο χώρο ήταν από πολύ δύσκολη έως αδύνατη κατά τους χειμερινούς μήνες, εξαιτίας των λιμναζόντων υδάτων. Επιπλέον το ελώδες της θέσης πνίγει τις αρχαιότητες στα καλάμια και στα βάτα προκαλώντας σημαντική διάβρωση της συνοχής τους και εγκυμονώντας κινδύνους πυρκαγιάς κατά τους θερινούς μήνες. Σημαντικός παράγοντας διάβρωσης για τον μαλακό τοπικό ασβεστόλιθο με τον οποίο είναι κατασκευασμένα η πλειονότητα των μνημείων, είναι επίσης ο συνδυασμός της μεγάλης υγρασίας στο κάτω μέρος των ερειπίων με την υψηλή θερμοκρασία λόγω του ήλιου στα ανώτερα τμήματα.

Πηγές

G. Shipley, A history of Samos 800-188 BC, Oxford 1987,

Τ. Δημητρίου, Το ρωμαϊκό υδραγωγείο της Σάμου, Σάμος 2003,

Κ. Τσάκος, Σάμος. Ιστορικός και αρχαιολογικός οδηγός, Αθήνα 2003,

Κ. Τσάκος και Μ. Βιγλάκη-Σοφιανού, Σάμος: Τα αρχαιολογικά μουσεία, Αθήνα 2012.

Λοιπές μελέτες περίπτωσης

Το Ηραίο και η αρχαία πόλη της Σάμου (Πυθαγόρειο) εγγράφηκαν  στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO το 1992.

Αποθετήριο: Σύνδεσμος