Ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο

Το ιερό της Επιδαύρου βρίσκεται σε πεδινή έκταση στη χερσόνησο της Αργολίδας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του ανήκε στην παραθαλάσσια πόλη-κράτος της Επιδαύρου, περίπου οκτώ χιλιόμετρα ανατολικά. Σε αντίθεση όμως με την πόλη που δεν διαδραμάτισε κομβικό ρόλο κατά την αρχαιότητα, το ιερό της ήταν ένα από τα διασημότερα του αρχαίου κόσμου. Απέκτησε οικουμενική φήμη και θεωρήθηκε ως το σημείο αφετηρίας της ιατρικής. Πάνω από διακόσια αρχαία ιαματικά κέντρα-Ασκληπιεία της Μεσογείου θεωρούνταν ότι είχαν ιδρυθεί με την υποστήριξη του ιερού της Επιδαύρου, τα διασημότερα από τα οποία ήταν της Αθήνας, της Κω και της Περγάμου.

Στην τελευταία φάση της ακμής του κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, το ιερό κάλυπτε έκταση περίπου 250 χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων και αποτελούνταν από περίπου 60 κτίρια και εγκαταστάσεις, χτισμένα σε διαφορετικές περιόδους από τους Αρχαϊκούς μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους. Εκτός από το διάσημο σήμερα θέατρο της Επιδαύρου, τα σημαντικότερα από αυτά τα κτίρια ήταν ο ναός του Ασκληπιού, η Θόλος (κυκλικός χώρος που θεωρούνταν ως η υπόγεια κατοικία του θεού), το Άβατον (στοά στην οποία οι πιστοί-ασθενείς διέμεναν κατά τη διάρκεια τελετουργικής ίασής τους), το γυμνάσιο ή εστιατόριο, όπου λάμβαναν χώρα λατρευτικά γεύματα, το ρωμαϊκό ωδείο, το στάδιο κ.α.

Τα παλαιότερα ίχνη λατρείας στο χώρο εντοπίζονται περίπου ένα χιλιόμετρο βορειοανατολικά, στις πλαγιές του Κυνόρτιου όρους. Εκεί, φαίνεται ότι υπήρχε μεγάλο ιερό ήδη από τον 16ο αιώνα π.Χ., στο οποίο φαίνεται ότι ιδιαίτερο ρόλο έπαιζε το νερό που ανάβλυζε (και ακόμα αναβλύζει) από πηγές που βρίσκονται λίγο πιο πάνω. Η λατρεία προέβλεπε θυσίες σε υπαίθριο βωμό και κατόπιν μετάληψη των πιστών σε τελετουργικά γεύματα. Δεν γνωρίζουμε σε ποιον ήταν αφιερωμένο το ιερό εκείνη την περίοδο, αλλά μετά το 800 π.Χ. θεός του φαίνεται πως ήταν ο Απόλλωνας. Σύμφωνα με το μεταγενέστερο ιδρυτικό μύθο, ο βασιλιάς της Επιδαύρου Μάλος, ίδρυσε σε αυτή τη θέση ιερό του Απόλλωνα Μαλεάτα, κοντά στο οποίο η εγγονή του Κορωνίς έφερε στον κόσμο το γιο του Απόλλωνα, Ασκληπιό.

Μετά τον 6ο αιώνα π.Χ. η φήμη και ο αριθμός προσκυνητών στο ιερό αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό, που οι εγκαταστάσεις στις πλαγιές του Κυνόρτιου όρους δεν επαρκούσαν. Έτσι, γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα ιδρύθηκε στην κοιλάδα το γνωστό σήμερα ιερό, επίσημα αφιερωμένο στον Απόλλωνα Μαλεάτα και στον Ασκληπιό. Όμως στο ιερό της πεδιάδας η λειτουργία του χώρου ως ιαματικού, τονίστηκε ιδιαίτερα. Το νερό, το οποίο έπαιζε σημαντικό ρόλο στο αρχικό ιερό και που αποτελούσε, ως καθαρκτικό, το βασικότερο συστατικό στοιχείο της θεραπείας του ασθενούς-πιστού, μεταφέρθηκε από τις πηγές στις πλαγιές του Κυνόρτιου όρους στην πεδιάδα, μέσω υπόγειου υδραγωγείου και συγκεντρώθηκε σε ιερό πηγάδι. Από εκεί, με τη χρήση καναλιών, μοιράζονταν σε ολόκληρο το νέο ιερό.

Η θεραπεία προέβλεπε την κατάκλιση του ασθενούς στο χώρο, κατά την οποία έβλεπε στον ύπνο του το θεό και ή θεραπευόταν από θαυματουργή επέμβασή του ή άκουγε τι έπρεπε να πράξει για να θεραπευθεί. Η θεραπεία βασιζόταν στην πεποίθηση των αρχαίων ότι η κάθε ανθρώπινη ασθένεια έχει ψυχοσωματικά αίτια και ότι η δύναμη για την αποκατάσταση της υγείας πρέπει να αντλείται από τον εσωτερικό κόσμο του ίδιου του ασθενούς. Κατά συνέπεια, ιατροί-ιερείς στόχευαν στην αφύπνιση αυτής της εσωτερικής δύναμης των ασθενών η οποία θα αποκαθιστούσε την ισορροπία ψυχής και σώματος. Παρόλο που αυτού του είδους η θεραπευτική αντίληψη οδηγούσε σε προκαταλήψεις, είναι σαφές ότι έθεσε τις βάσεις για την επιστημονική ιατρική και απέδειξε τη σημαντικότητα των ψυχοσωματικών παραγόντων για την ανθρώπινη υγεία.

Η εποχή ακμής του ιερού ήταν ο 4ος και ο 3ος αιώνας π.Χ. Κατά τη διάρκεια αυτών των δύο αιώνων κατασκευάστηκαν τα περισσότερα από τα οικοδομήματα του. Μία δεύτερη φάση άνθησης γνώρισε το ιερό κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. Η προσέλευση ασθενών πρέπει να ήταν μεγαλύτερη αυτήν την περίοδο, απόρροια ίσως της προόδου της ιατρικής που παρατηρείται κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Τότε οικοδομήθηκαν κάποια νέα κτίρια (π.χ., το ιερό των Αιγυπτίων) και επισκευάσθηκαν παλαιά, με δωρεές του Ρωμαίου συγκλητικού Αντωνίνου. Γενικά τη ρωμαϊκή περίοδο παρατηρείται η τάση για δημιουργία υποδομών φιλοξενίας πολυάριθμων ασθενών, καθώς και η πρόβλεψη για μεγάλα αποθέματα νερού. Είναι χαρακτηριστικό ότι το διάστημα από τον 2ο έως τον 6ο αιώνα μ.Χ., στο χώρο λειτούργησαν επτά λουτρικά συγκροτήματα. Τον 4ο αιώνα μ.Χ., γύρω από τον κεντρικό χώρο του ιερού κατασκευάστηκε ορθογώνιος περίβολος και στοά, για την κατασκευή των οποίων χρησιμοποιήθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη παλαιότερων κτιρίων που είχαν εγκαταλειφθεί.

Η τελευταία σωζόμενη μαρτυρία για τη λειτουργία του ιερού είναι των μέσων του 4ου αιώνα. Στα τέλη του ίδιου αιώνα ο χώρος λεηλατήθηκε από τους Γότθους, ενώ η επίσημη απαγόρευση της αρχαίας λατρείας από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’ το 426 μ.Χ. σήμανε την απαρχή του τέλους της λατρείας του Ασκληπιού στο χώρο του ιερού. Παρόλα αυτά, η ιαματική λειτουργία του χώρου δεν έπαψε, αλλά συνεχίσθηκε με την αντικατάσταση του Ασκληπιού με τον θεραπευτή Χριστό: στα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. ιδρύθηκε στο βόρειο τμήμα του ιερού μεγάλη παλαιοχριστιανική βασιλική. Η οριστική εγκατάλειψη του Ασκληπιείου σημειώθηκε στα μέσα του 6ου αιώνα μ.Χ. Έκτοτε, η χρήση του χώρου υπήρξε περιορισμένη (π.χ., κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας ο ναός του Ασκληπιού είχε χρησιμοποιηθεί ως κατοικία).

Η ανάδυση του διάσημου ιερού άρχισε με τις ανασκαφές που ξεκίνησε από τα τέλη του 19ου αιώνα η Αρχαιολογική Εταιρεία της Αθήνας. Η σταδιακή αποκάλυψη συνοδεύτηκε από την ανάγκη για άμεσες επεμβάσεις στερέωσης και αποκατάστασης των μνημείων, οι οποίες συστηματοποιήθηκαν με την σύσταση το 1984 της «Ομάδας Εργασίας για τη Συντήρηση των Μνημείων της Επιδαύρου – ΟΕΣΜΕ» (από το 2000 έως το 2015 «Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου – ΕΣΜΕ»). Βασικό πρόβλημα που έχρηζε άμεσης αντιμετώπισης ήταν η διάβρωση του πωρόλιθου, με τον οποίο ήταν κατασκευασμένα η πλειονότητα των μνημείων (τουλάχιστον οι θεμελιώσεις τους), η οποία επιδεινωνόταν από τις έντονες αυξομειώσεις της θερμοκρασίας και υγρασίας κατά τη διάρκεια του έτους και από τον παγετό. Επιπλέον πρόβλημα αποτελεί η συγκέντρωση των όμβριων υδάτων που κατέρχονται από τους παρακείμενους λόφους και οι συνακόλουθες αλλουβιακές προσχώσεις. Το φαινόμενο φαίνεται ότι ταλαιπωρούσε το χώρο ήδη από την αρχαιότητα, αφού οι αρχαιολογικές ανασκαφές αποκάλυψαν άνοδο της στάθμης του εδάφους στο ιερό από τους ελληνιστικούς στους ρωμαϊκούς χρόνους. Το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε με την κατασκευή ανδήρων-αναλημματικών τοίχων για τη συγκράτηση των χωμάτων και με την προσπάθεια διευθέτησης των κατερχόμενων υδάτων.

Πηγές

Ν. Δ. Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Κορινθιακά και Λακωνικά, Αθήνα 1976, 202-215,

“Epidauros”, στο R. Stilwell, W.L. MacDonald and M. H. McAllister (eds), Princeton Encyclopedia of Classical Sites, Princeton 1976, 311-314,

Β. Λαμπρινουδάκης (επιμ.), Το Ασκληπιείο της Επιδαύρου. Η έδρα του θεού γιατρού της αρχαιότητας, Αθήνα 1999.

Λοιπές μελέτες περίπτωσης

Ο αρχαιολογικός χώρος του Ασκληπιείου της Επιδαύρου εντάχθηκε στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO το 1988

Αποθετήριο: Σύνδεσμος