Η Δήλος είναι ίσως το μοναδικό νησί της Μεσογείου το οποίο παρά το πολύ μικρό μέγεθός του (3,4 τ.χλμ.), ήταν τόσο σημαντικό κατά την αρχαιότητα. Υπήρξε κορυφαίο θρησκευτικό κέντρο, μετά το τέλος των Περσικών πολέμων λειτούργησε ως έδρα του θησαυροφυλακίου της λεγόμενης Δηλιακής ή Αθηναϊκής συμμαχίας, ενώ κατά την ελληνιστική περίοδο, την εποχή της μεγαλύτερης ακμής του, ήταν το σημαντικότερο εμπορικό κέντρο της ανατολικής Μεσογείου˙ τότε είχε πάνω από 30.000 μόνιμους κατοίκους, πληθυσμός πάρα πολύ μεγάλος για την έκταση του νησιού.
Αναμφισβήτητα, ο λόγος αυτής της ακμής πρέπει να αναζητηθεί, κατ’ αρχήν, στο ρόλο που από πολύ νωρίς αποδόθηκε στο νησί, ως γενέτειρα του Απόλλωνα, ενός από τους σημαντικότερους θεούς της αρχαίας ελληνικής θρησκείας και ιδιαίτερα των Ιώνων. Σύμφωνα με τον Ομηρικό Ύμνο του 7ου ή 6ου αιώνα π.Χ., μετά το τέλος της τιτανομαχίας και την επικράτηση του Δία επί του Κρόνου, ο Ζευς αποφάσισε να περιορίσει τις δυνάμεις του Κρονίου σκότους που ακόμα επικρατούσαν στον κόσμο, με τη γέννηση του φωτός. Έτσι συνευρέθηκε με τη Λητώ, η οποία κατόπιν, ετοιμόγεννη και κατατρεγμένη από την Ήρα, περιφερόταν στο Αιγαίο προσπαθώντας να βρει τόπο να τη δεχτεί για να γεννήσει. Μόνο η Δήλος το έκανε και έγινε έτσι ο τόπος στον οποίο φανερώθηκε ο φωτοδότης θεός Απόλλων (δῆλος = φανερός).
Είναι ενδιαφέρον ότι η περιγραφή των θέσεων στις οποίες, σύμφωνα με τον Ύμνο, περιπλανήθηκε η Λητώ, αποτελούν στην ουσία χαρτογράφηση των περιοχών που σταδιακά εξαπλώθηκαν οι Ίωνες κατά τη διάρκεια του Α΄ Ελληνικού αποικισμού (11ος – 8ος αι. π.Χ.). Φαίνεται λοιπόν ότι μετά την ολοκλήρωση της μετακίνησης των Ιώνων από την ανατολική ηπειρωτική Ελλάδα, στις Κυκλάδες, στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και στη δυτική Μικρά Ασία (Ιωνία), η Δήλος, στο μέσον της διάβασής τους, μετατράπηκε σε πανιώνιο θρησκευτικό κέντρο, το αργότερο στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ.
Κατά την πρώιμη Αρχαϊκή περίοδο τα αναθήματα της Δήλου υποδηλώνουν έντονη παρουσία της Νάξου και της Πάρου στο ιερό, αλλά προς τα τέλη του 6ου αι. π.Χ., την πρωτοκαθεδρία τη διεκδίκησαν οι τύραννοι δύο μεγάλων δυνάμεων: ο Πεισίστρατος της Αθήνας και Πολυκράτης της Σάμου. Μεταξύ του 540-528 π.Χ. οι Αθηναίοι πραγματοποίησαν έναν εξαγνισμό, μία κάθαρση στο νησί, απομακρύνοντας τις ταφές που ήταν ορατές από το ιερό και πιθανότατα έχτισαν έναν ναό στον Απόλλωνα (τον λεγόμενο πώρινο ναό). Ο δε Πολυκράτης, το 525 π.Χ. αφιέρωσε στη Δήλο τη διπλανή νησίδα της Ρήνειας, παρέχοντας έτσι στο ιερό τη βάση για το μεταγενέστερο πλούτο του. Μετά το τέλος των Περσικών πολέμων η ηγεμονία της Αθήνας υπήρξε πιο έντονη πάνω στο ιερό. Το 478 π.Χ. ιδρύθηκε η Δηλιακή συμμαχία με έδρα το ιερό. Σε αυτό φυλασσόταν το κοινό ταμείο της συμμαχίας, έως ότου ο Περικλής, περίπου είκοσι χρόνια αργότερα, το μεταφέρει στην Αθήνα. Το 426 π.Χ. οι Αθηναίοι, επηρεασμένοι από τις καταστροφές που δέχονταν κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, πραγματοποίησαν έναν δεύτερο εξαγνισμό. Απομάκρυναν όλες τις ταφές από τη Δήλο και απαγόρευσαν τις γεννήσεις και τους θανάτους στο νησί˙ στο εξής και τα δύο έπρεπε να γίνονται στη διπλανή Ρήνεια. Σε περίπτωση απροσδόκητου θανάτου πάνω στο νησί, έπρεπε να ακολουθήσει εξαγνιστική τελετή. Τέλος, το 422, με τη δικαιολογία του εξαγνισμού, οι Αθηναίοι εξόρισαν (προσωρινά) όλον το πληθυσμό του νησιού, ο οποίος βρήκε καταφύγιο στο Αδραμύτιο της Μικράς Ασίας.
Η ηγεμονία της Αθήνας στη Δήλο έλαβε τέλος το 314 π.Χ., όταν ο Μακεδόνας Αντίγονος ανακήρυξε τη Δήλο αυτόνομη και ίδρυσε το Κοινό των Νησιωτών. Παρόλο που ο πληθυσμός του νησιού παρέμεινε σχετικά μικρός, η Δήλος, πέραν από θρησκευτικό, άρχισε σταδιακά να μετατρέπεται και σε εμπορικό κέντρο.
Η ανεξαρτησία διήρκησε μέχρι το 167 π.Χ. Η νέα μεγάλη δύναμη της εποχής, η Ρώμη, παρέδωσε τον έλεγχο της Δήλου στην Αθήνα. Οι κάτοικοι του νησιού εξορίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από Αθηναίους κληρούχους. Όμως από εκείνη τη χρονιά και για περίπου έναν αιώνα, η Δήλος γνώρισε πρωτοφανή ακμή. Θέλοντας να πλήξουν την οικονομική δύναμη της Ρόδου, οι Ρωμαίοι μετέτρεψαν τη Δήλο σε αφορολόγητο λιμάνι. Αυτό προκάλεσε οικονομική και πληθυσμιακή έκρηξη στο νησί. Πέραν από Ιταλούς, η Δήλος προσέλκυσε εμπόρους και επιχειρηματίες από ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, καθιστώντας την ένα πολυπολιτισμικό και κοσμοπολίτικο αστικό κέντρο. Η Δήλος του 2ου αιώνα π.Χ. υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα της ανατολικής Μεσογείου και φιλοξένησε ίσως τη μεγαλύτερη αγορά δούλων της εποχής.
Η ακμή της διήρκησε μέχρι το 88 π.Χ., όταν στα πλαίσια του πολέμου της Ρώμης με το βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη, ο τελευταίος επιτέθηκε στο νησί και το λεηλάτησε. Το 69 π.Χ. το νησί υπέστη επιπλέον καταστροφές από επιδρομή πειρατών. Η Δήλος δεν επανήλθε ουσιαστικά ποτέ από αυτές τις επιθέσεις, αφού οι εμπορικοί δρόμοι από τον 1ο αιώνα π.Χ. και εξής είχαν πλέον αλλάξει. Την αυτοκρατορική περίοδο η Δήλος ήταν ένα μικρό αστικό κέντρο, σε σχέση με την προηγούμενη φάση, το οποίο επιβίωσε μέχρι το τέλος της αρχαιότητας. Έκτοτε ο τόπος εγκαταλείφθηκε και έγινε πηγή οικοδομικού υλικού. Η Δήλος βγήκε ξανά από την αφάνεια με τις ανασκαφές που ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Σήμερα ο επισκέπτης του νησιού αντικρύζει τα κτίρια και τις εγκαταστάσεις που έχουν έρθει στο φως από τις ανασκαφές. Η πόλη και το ιερό βρίσκονταν στο βόρειο (και κυρίως βορειοανατολικό) τμήμα του νησιού, όπου το έδαφος είναι πιο πεδινό. Επίσης στη δυτική ακτή το μέρος ήταν πιο υπήνεμο (με τη Ρήνεια απέναντί του), σημείο στο οποίο κατασκευάστηκαν ο ιερός και εμπορικός λιμένας. Κατά τους κλασικούς και αυτοκρατορικούς χρόνους ο οικισμός ήταν περιορισμένης έκτασης και ήταν συγκεντρωμένος στην περιοχή γύρω από τη λεγόμενη συνοικία του θεάτρου. Την περίοδο της μεγάλης ακμής του 2ου αιώνα η πόλη εξαπλώθηκε ραγδαία καλύπτοντας έκταση περίπου 80 εκταρίων. Αυτή είναι η φάση της πόλης που είναι κυρίως σήμερα ορατή. Πέρα από τις αναρίθμητες οικίες με τα ψηφιδωτά, ο αρχαιολογικός χώρος φιλοξενεί μεγάλο αριθμό μνημείων, τα σημαντικότερα από τα οποία είναι το συγκρότημα του ιερού του Απόλλωνα, η Αγορά των Ιταλών, η οδός των λεόντων, η παλαίστρα, η εβραϊκή συναγωγή, το Σεραπείο, το ιερό των Σύριων θεών, το Ηραίο, το θέατρο κ.α.
Το βασικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα τα μνημεία (και αντιμετώπιζαν και κατά την αρχαιότητα οι κάτοικοι της Δήλου) είναι οι ισχυροί βόρειοι άνεμοι και η θάλασσα, που διαβρώνουν όχι μόνο τα κτίρια αλλά και τις ακτές του νησιού (ο αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται σε χαμηλό υψόμετρο από την επιφάνεια της θάλασσας). Επιπλέον πρόβλημα αποτελεί το γεγονός ότι, σύμφωνα με σχετικές έρευνες, η στάθμη της θάλασσας στη δυτική ακτή έχει παρουσιάσει σημαντική άνοδο σε σχέση με την ελληνιστική περίοδο. Ένας ακόμη παράγοντας φθοράς είναι οι ξεροπόταμοι που ξεκινούν από τους παρακείμενους λόφους, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του χειμώνα πλημυρίζουν και κατευθύνουν όμβρια ύδατα στον αρχαιολογικό χώρο. Αυτό φαίνεται πως ήταν πρόβλημα και για τους κατοίκους του νησιού κατά την αρχαιότητα. Οι ξεροπόταμοι μάλιστα είχαν σχηματίσει παράλια έλη τα οποία αποξηράνθηκαν το 2ο αιώνα μ.Χ. Τέλος, προς αποφυγή της διάβρωσης του εδάφους από τις βίαιες βροχοπτώσεις που χαρακτηρίζουν γενικά το ελληνικό τοπίο, οι αρχαίοι κάτοικοι του νησιού είχαν διευθετήσει τους αγρούς τους με τη βοήθεια ανδήρων και είχαν κατασκευάσει δεξαμενές συγκέντρωσης υδάτων, τα οποία χρησιμοποίησαν για την άρδευση της υπαίθρου ή την υδροδότηση της πόλης.
Για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων και για τη συντήρηση και αποκατάσταση των μνημείων, το 1994 συστάθηκε η «Ομάδα Εργασίας για τις Αρχαιότητες της Δήλου», η οποία το 2001 μετονομάστηκε σε «Επιτροπή για τη Συντήρηση των Μνημείων της Δήλου».
Πηγές
Φ. Ζαφειροπούλου, Δήλος. Τα μνημεία και το μουσείο, Αθήνα 1983,
“Apollo” και “Delos” στο S. Hornblower and A. Spawforth (επιμ.), The Oxford Classical Dictionary, Oxford 1996 , 122-123, 442-444,
Φ. Ζαφειροπούλου, Δήλος. Μαρτυρίες από τα μουσειακά εκθέματα, Αθήνα 1998,
Ph. Bruneau και J. Ducat, Οδηγός της Δήλου, Αθήνα 2005.