Αρχ. χώρος Μυστρά

Ο αρχαιολογικός χώρος του Μυστρά βρίσκεται περίπου πέντε χιλιόμετρα δυτικά της Σπάρτης, στους πρόποδες του Ταΰγετου. Η ιστορία του τόπου αρχίζει μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Λατίνους το 1204 και τον κατακερματισμό των εδαφών της. Οι Φράγκοι ίδρυσαν το λεγόμενο πριγκιπάτο της Αχαΐας (ή Μωρέως) με ηγέτη τον Γουλιέλμο Β’ Βιλλεαρδουίνο, ο οποίος μετά την οριστική επικράτησή του σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, το 1249 έχτισε στο λόφο του Μυτζιθρά (όπως αποκαλούνταν τότε ο τόπος) ένα κάστρο-έδρα της επικράτειάς του. Η επιλογή της θέσης ήταν πολύ πετυχημένη, καθώς ο λόφος βρίσκονταν σε νευραλγικό σημείο της Πελοποννήσου και ήταν εξαιρετικά οχυρός.

Ιστορικές συγκυρίες της επόμενης δεκαετίας συνέβαλαν καθοριστικά στο ρόλο που απόκτησε ο Μυστράς ως ένα από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα της ύστερης βυζαντινής αυτοκρατορίας. Συγκεκριμένα, το 1259, στη μάχη της Πελαγονίας (σημ. Βόρεια Μακεδονία) μεταξύ του πριγκιπάτου της Αχαΐας και της βυζαντινής αυτοκρατορίας της Νίκαιας, οι Φράγκοι ηττήθηκαν και ο ίδιος ο Γουλιέλμος πιάστηκε αιχμάλωτος. Προκειμένου να απελευθερωθεί, ο Φράγκος ηγεμόνας παραχώρησε στους βυζαντινούς σημαντικά κάστρα της Πελοποννήσου, μεταξύ των οποίων και το Μυστρά, ο οποίος από το 1262 έγινε έδρα βυζαντινού στρατηγού. Με ορμητήριο τα κάστρα που τους παραχωρήθηκαν, οι βυζαντινοί προσπάθησαν να επανεδραιωθούν στην Πελοπόννησο, ενώ ταυτόχρονα συντελέστηκε με γρήγορους ρυθμούς ο εποικισμός του λόφου από τον ορθόδοξο πληθυσμό της κοιλάδας του Ευρώτα. Επιστέγασμα της θεμελίωσης της πολιτείας αποτέλεσε η επανίδρυση της Μητρόπολης της Λακεδαιμονίας με έδρα το Μυστρά.

Η πόλη αναπτύχθηκε σε όλη την επιφάνεια του λόφου καλύπτοντας έκταση 20 περίπου εκταρίων και στην περίοδο της ακμής της (14ος-15ος αι.) ο πληθυσμός δεν πρέπει να ξεπερνούσε τους 5-6,000 κατοίκους. Στην κορυφή του λόφου βρίσκονταν το φρούριο και στις πλαγιές του αναπτύσσονταν ο οχυρωμένος οικισμός, χωρισμένος μέσω μίας εσωτερικής γραμμής τείχους σε δύο ζώνες: την Άνω και την Κάτω Πόλη. Η Άνω Πόλη φιλοξενούσε την κατοικία του διοικητή (το μετέπειτα παλάτι του «δεσπότη» του Μυστρά), και η Κάτω Πόλη τη Μητρόπολη. Κατοικίες βρίσκονταν και στις δύο ζώνες, και μετά τα μέσα του 14ου αιώνα αρχοντικά ονομαστών οικογενειών κατασκευάστηκαν όχι μόνο στα ψηλότερα τμήματα του λόφου, αλλά και στην Κάτω Πόλη. Το κάτω τμήμα του οικισμού ωστόσο, χαρακτηρίζονταν από πυκνότερη κατοίκηση και φιλοξενούσε τα καταστήματα και τις αγορές.

Εντός της πόλης βρίσκονταν τέσσερα μοναστήρια (Βροντοχίου, Χριστού Ζωοδότη, Παντάνασσας, Περιβλέπτου), ο μητροπολιτικός ναός, ο κοιμητηριακός ναός της Ευαγγελίστριας, καθώς και πολυάριθμα παρεκκλήσια. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ναούς σώζονται μέχρι σήμερα, οι οποίοι μαζί με τις οχυρώσεις, το παλάτι και τα αρχοντικά, τις απλούστερες οικίες, τα καταστήματα και τις βιοτεχνικές εγκαταστάσεις, καθιστούν το Μυστρά ένα από τα ελάχιστα διατηρημένα παραδείγματα βυζαντινής πόλης και πολύτιμο σύνολο για τη μελέτη της οχυρωματικής, κοσμικής και εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής και μνημειακής τέχνης των τελευταίων αιώνων της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στις εκκλησίες ιδιαίτερα, απαντούν ελλαδικά, κωνσταντινοπολίτικα, αλλά και δυτικά στοιχεία, φαινόμενο που αντιπροσωπεύει με τον καλύτερο τρόπο τις πολιτισμικές ζυμώσεις που λάμβαναν χώρα στην περιοχή εκείνους τους χρόνους.

Ιδιαίτερα έντονη ήταν η σχέση του Μυστρά με την Κωνσταντινούπολη. Οι σημαντικότερες οικογένειες των δύο τελευταίων αιώνων της αυτοκρατορίας, οι Καντακουζηνοί και οι Παλαιολόγοι, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένοι με το Μυστρά. Το Δεσποτάτο του Μοριά ήταν η σημαντικότερη έκταση του βυζαντινού κράτους πέρα από τα περίχωρα της πρωτεύουσας εκείνη την περίοδο, και πολλοί μετέπειτα αυτοκράτορες (ή γιοι τους) διατελέσαν δεσπότες του. Αυτή η σύνδεση αντικατοπτρίζεται και στην πνευματική ζωή του τόπου. Η πόλη υπήρξε σημαντικό κέντρο αντιγραφής χειρογράφων, ενώ το 15ο αιώνα εγκαταστάθηκε (και πέθανε) στον τόπο ο Νεοπλατωνικός φιλόσοφος Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός. Μαθητής του υπήρξε ο μετέπειτα καρδινάλιος Βησσαρίων, ο οποίος είχε συνοδεύσει τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιωάννη Παλαιολόγο στη Σύνοδο Φερράρας/Φλωρεντίας (1438/9) με θέμα τη διαπραγμάτευση για την ένωση των Εκκλησιών, ενώ αργότερα (1468) χάρισε στη Βενετία τα βιβλία του (π. 1000 τόμοι) τα οποία αποτέλεσαν τον πυρήνα της περίφημης κατόπιν Μαρκιανής βιβλιοθήκης.

Πέρα από πνευματικό, ο Μυστράς υπήρξε και οικονομικό κέντρο. Πρωτεύοντα ρόλο σε αυτό έπαιξαν οι τέσσερις αστικές μονές οι οποίες κατείχαν μεγάλη έγγειο ιδιοκτησία στην περιοχή. Κύριο είδος παραγωγής του τόπου ήταν το μαλλί και το μετάξι. Σημαντικός παράγοντας στην οικονομική και εμπορική δραστηριότητα (ιδίως μετά την κατάληψη του Μυστρά από τους οθωμανούς το 1460) υπήρξε επίσης η εβραϊκή κοινότητα που υπήρχε ήδη από τον 14ο αιώνα στο χώρο, και η οποία σταδιακά συγκέντρωσε στα χέρια της τον έλεγχο του εμπορίου της περιοχής.

Την οθωμανική περίοδο ο Μυστράς συνέχισε να ακμάζει. Το παλάτι στην Άνω Πόλη μετατράπηκε σε έδρα του οθωμανού διοικητή και οι ναοί της Αγίας Σοφίας και της Οδηγήτριας έγιναν τζαμιά. Η εβραϊκή κοινότητα αυξήθηκε και ο πληθυσμός κατοικούσε πλέον και εκτός των τειχών της πόλης. Τον 17ο αιώνα ο Μυστράς εξακολουθούσε να έχει πάνω από 1.000 κάτοικους.

Η ευημερία του τόπου διήρκησε μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα. Εξαιτίας των ταραχών που προέκυψαν από τα ορλωφικά και την ελληνική επανάσταση, στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου, ο Μυστράς δέχθηκε σειρά επιθέσεων από τους Τούρκους, από τις οποίες ουσιαστικά δεν επανήλθε ποτέ. Σταδιακά ο οικισμός οδηγήθηκε σε μαρασμό και ερήμωση, η οποία συντελέστηκε σχεδόν τελεσίδικα με την μετακίνηση του πληθυσμού στη νεοϊδρυθείσα από τον Όθωνα πόλη της Σπάρτης το 1834 . Οι τελευταίοι λιγοστοί κάτοικοι που παρέμειναν, αποχώρησαν το 1955, όταν ο Μυστράς άρχισε να λειτουργεί πλέον ως αρχαιολογικός χώρος.

Οι πρώτες αρχαιολογικές μελέτες και αναστηλωτικές εργασίες είχαν ξεκινήσει ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα. Πολλά μνημεία κείτονταν σε ερειπιώδη κατάσταση από τις καταστροφές του 18ου και 19ου αιώνα, αλλά και λόγω της φυσικής διάβρωσής τους. Οι έντονες βροχοπτώσεις, η άγρια βλάστηση και η έντονη διακύμανση θερμοκρασίας και υγρασίας επέδρασσαν ιδιαιτέρως αρνητικά στα ευαίσθητα κονιάματα, επιχρίσματα και τοιχογραφίες των μνημείων του Μυστρά, ενώ εξίσου καταστρεπτικά για τα ίδια τα κτίρια στάθηκαν οι σεισμοί, καθώς και τα φαινόμενα ερπυσμού και ολισθήσεων των πρανών. Οι εργασίες αποκατάστασης εντατικοποιήθηκαν από τo 1984 κ.ε., χρονιά όπου συστάθηκε η Επιτροπή Αναστήλωσης Μνημείων του Μυστρά.

Πηγές

S. Runciman, Mistra. Byzantine capital of the Peloponnese, London 1980,

Μ. Χατζηδάκης, Μυστράς. Η μεσαιωνική πόλη και το κάστρο, Αθήνα 1981,

“Mistra”, στο The Oxford Dictionary of Byzantium, vol. II, Oxford 1991, 1382-1385,

Σ. Σίνος (επιμ.), Τα μνημεία του Μυστρά. Το έργο της Επιτροπής Αναστήλωσης Μνημείων του Μυστρά, Αθήνα 2009,

S. Kalopissi-Verti, Mistra: A fortified late byzantine settlement, στο J. Albani and E. Chalkia (eds), Heaven and Earth: Cities and countryside in Byzantine Greece, Athens 2013, 224-239.

Βιβλιογραφία εμβάθυνσης

S. Runciman, Mistra. Byzantine capital of the Peloponnese, London 1980,

Μ. Χατζηδάκης, Μυστράς. Η μεσαιωνική πόλη και το κάστρο, Αθήνα 1981.

Λοιπές μελέτες περίπτωσης

Ο Μυστράς εγγράφηκε στον κατάλογο μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO το 1989.

Αποθετήριο: Σύνδεσμος